- διεθνολογία
- ηκλάδος τής νομικής επιστήμης που ασχολείται με το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή ζητήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεθνολογία — η κλάδος της νομικής επιστήμης που μελετά το διεθνές δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
διεθνολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη διεθνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διεθνολόγος, ο — διεθνολόγος, ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη διεθνολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)